βούλλα

βούλλα
βούλλ||α η
1) печать; пломба (на двери и т. п.); 2) булла, папская грамота; 3) пятно; пятнышко, крапинка;

με βούλλες — в крапинку, с крапинками;

4) вырез (у арбуза, дыни);

πεπόνι (καρπούζι) με τη βούλλα — дыня (арбуз), продающиеся навырез;

5) ямочка (чаще на щеках);

§ βάλε βούλλα — запомни хорошенько; — заруби себе на носу;

βάζω βούλλα — пломбировать


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "βούλλα" в других словарях:

  • βούλλα — βούλλᾱ , βούλλα tin fem nom/voc/acc dual βούλλᾱ , βούλλα tin fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βούλλᾳ — βούλλᾱͅ , βούλλα tin fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βούλλα — η (Μ βούλλα) 1. όργανο που φέρει στη μία επιφάνειά του ανάγλυφη ή έγγλυφη παράσταση και με το οποίο σφραγίζεται κάτι, σφραγίδα 2. το αποτύπωμα της σφραγίδας 3. επίσημο έγγραφο, σφραγισμένο με βούλλα ώστε να αποδεικνύεται η γνησιότητά του («παπική …   Dictionary of Greek

  • βούλλας — βούλλᾱς , βούλλα tin fem acc pl βούλλᾱς , βούλλα tin fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βούλλαι — βούλλᾱͅ , βούλλα tin fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βούλλαν — βούλλᾱν , βούλλα tin fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοῦλλαι — βούλλα tin fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βούλλαις — βούλλα tin fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βούλλης — βούλλα tin fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βούλλῃ — βούλλα tin fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλλώνω — (Μ βουλλώνω) 1. σφραγίζω κάτι με βούλλα 2. σφραγίζω, κλείνω κάτι ερμητικά 3. βάζω σε κάποιον ή κάτι σημάδι για αναγνώριση 4. σημαδεύω, στιγματίζω με πυρακτωμένο σίδερο 5. επικυρώνω νεοελλ. 1. σκεπάζω με το πώμα, με το καπάκι 2. φράζομαι, παθαίνω… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»